Σε μία αποκάλυψη που προκάλεσε αίσθηση προχώρησε ο Λάζλο Μπόλονι, μιλώντας για παίκτη που προπονούσε παλιότερα, ο οποίος έκανε κοκαΐνη, με τους γιατρούς να μη τον αφήνουν να τον χρησιμοποιήσει.
Με πλούσια καριέρα στους πάγκους κορυφαίων ευρωπαϊκών συλλόγων αλλά και του ΠΑΟΚ και Παναθηναϊκού, ο Ρουμάνος τεχνικός έχει ζήσει αναρίθμητες ιστορίες με παίκτες. Ωστόσο, η πρόσφατη αποκάλυψή του για τον Μάριο Ζαρντέλ, τον οποίο προπονούσε στη Σπόρτινγκ Λισαβόνας, προκαλεί αίσθηση.
Συγκεκριμένα, αναφέρθηκε στη δεύτερη χρονιά του διάσημου Βραζιλιάνου φορ στους «Λέοντες», υποστηρίζοντας ότι ο Ζαρντέλ έκανε χρήση κοκαΐνης – κάτι που ο ίδιος ο ποδοσφαιριστής έχει παραδεχτεί δημόσια αργότερα, τον Απρίλιο του 2008.
Παρά τη σοκαριστική αυτή εξομολόγηση, ο πρώην διευθυντής του εργαστηρίου αναλύσεων του Εθνικού Συμβουλίου Αντιντόπινγκ της Πορτογαλίας, Λουίς Όρτα, ξεκαθάρισε ότι ο Ζαρντέλ δεν είχε βρεθεί ποτέ θετικός σε κανένα τεστ ντόπινγκ. Αυτό αφορά τόσο την περίοδο που αγωνίστηκε στην Πόρτο (1996–2000), όσο και τα χρόνια του στη Σπόρτινγκ (2001–2003), ενώ αρνητικά ήταν και τα δείγματα κατά τη θητεία του στη Μπεϊρά-Μαρ (σεζόν 2006/2007).
Σε συνέντευξή του στο podcast Vorbitorinci, ο Μπόλονι —ο προπονητής που οδήγησε τη Σπόρτινγκ στην κατάκτηση του πρωταθλήματος τη σεζόν 2001/2002— δήλωσε πως ο 52χρονος σήμερα Ζαρντέλ έκανε χρήση ναρκωτικών κατά την παραμονή του στον σύλλογο, συγκεκριμένα κοκαΐνης, επαναφέροντας στο προσκήνιο ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει πολλές φορές το πορτογαλικό ποδόσφαιρο.
Η απίστευτη ιστορία του Μπόλονι με τον Ζαρντέλ
«Ο πιο δύσκολος παίκτης για να προπονήσω και αυτός με τον οποίο είχα τα περισσότερα προβλήματα ήταν ο Ζαρντέλ. Ο πατέρας και η μητέρα του ήταν αλκοολικοί, αυτό ήταν το πρόβλημα. Έγραφα την ενδεκάδα στον πίνακα, μπροστά στους παίκτες, τον έβαζα στο αρχικό σχήμα, και ο γιατρός μου έκανε νόημα ότι δεν ήταν δυνατόν, γιατί ο Ζαρντέλ είχε… [κάνει κίνηση με τα δάχτυλα στη μύτη]. Έκαναν το τεστ, για να δουν αν μπορούσε ο γιατρός να του δώσει το “πράσινο φως” να παίξει, και ήταν θετικός», περιέγραψε ο Μπόλονι, πριν διηγηθεί πώς προσπάθησε να βοηθήσει τον παίκτη να ανακάμψει.
«Ήμουν νέος προπονητής, έκανα μεγάλη προσπάθεια. Έχω ήσυχη τη συνείδησή μου, έπραξα αυτό που θεωρούσα σωστό», είπε. «Μια μέρα του είπα: “Άκου, θα σε πάρω μαζί μου στο προπονητικό κέντρο. Θα πάμε και θα μείνουμε κλεισμένοι εκεί, εγώ στο δωμάτιό μου κι εσύ στο δικό σου. Θα μιλάμε, θα τρώμε, θα προπονούμαστε, θα τρέχουμε.” Συμφώνησε. Κράτησα τα κλειδιά του αυτοκινήτου και κοιμήθηκα μαζί του στο προπονητικό κέντρο. Δούλευα υπερωρίες εκείνη τη δεύτερη χρονιά. Επιπλέον, τηλεφωνούσα στη Βραζιλία, μιλούσα με τη γυναίκα του, την Κάρεν, και την κόρη του. Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά, αλλά μετά έγιναν τρομερά», διηγήθηκε.
Και συνέχισε: «Μετά από έξι ημέρες μου είπε: “Δεν αισθάνομαι καλά, πρέπει να βγω λίγο, αλλά θα επιστρέψω.” Του απάντησα: “Μάριο, σε ξέρω. Δεν πας πουθενά. Πάμε έξω, πάμε να τρέξουμε, να γυμναστούμε.” Και είπε: “Ναι, ναι, αλλά θα επιστρέψω.” Ήξερα ότι δεν θα επέστρεφε ποτέ. Πήρε τηλέφωνο, ήρθε ένα ταξί και εξαφανίστηκε», πρόσθεσε ο Μπόλονι, ο οποίος κατέληξε: «Πράγματι εμφανίστηκε την επόμενη μέρα, αλλά ο γιατρός άρχισε να μου κάνει νοήματα…».